- ὑμνόφιλος
- ὑμνό-φῐλος, ον,A loving songs of praise, [Μοῦσαι] Inscr.Perg.184.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υμνόφιλος — ον, Α αυτός που αγαπά τους εγκωμιαστικούς ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + φίλος (πρβλ. λογόφιλος)] … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek